- -κόμος
- ο, η, θηλ. και -α (ΑM -κόμος)β' συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, -έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με εκείνα που προέρχονται από τη λ. κόμη «μαλλιά» (πρβλ. ξανθό-κομος, αλλά βρεφο-κόμος). Τα σύνθ. σε -κόμος σχημάτισαν σύνθ. σε -κομείο με σημ. «χώρος ὅπου παρέχεται περιποίηση, φροντίδα και θεραπεία» (π.χ. βρεφο-κομείο, νοσο-κομείο) ή «χώρος εκτροφής ή παραγωγής» (π.χ. ιχθυο-κομείο, τυρο-κομείο). Απαντούν όμως και σύνθ. σε -κομείο που σχηματίστηκαν αναλογικά προς άλλα χωρίς τη μεσολάβηση σύνθετου σε -κόμος, όπως πτωχοκομείο, τρελοκομείο κ.ά.Παραδείγματα λ. σε -κόμος είναι: αλσοκόμος, ανθοκόμος, γαλακτοκόμος, γηροκόμος, ελαιοκόμος, ιπποκόμος, κηποκόμος, μελισσοκόμος, νοσοκόμος, ορνιθοκόμος, παιδοκόμος, τραπεζοκόμος, φυτοκόμοςαρχ.αγεληκόμος, αγροκόμος, ανθρωποκόμος, γειοκόμος, γεροντοκόμος, ειροκόμος, εριοκόμος, ερνοκόμος, θηριοκόμος, θηροκόμος, θυρσοκόμος, ιεροκόμος, καμηλοκόμος, λεοντοκόμος, μηλικόμος, νεοττοκόμος, νυμφοκόμος, οϊστοκόμος, ονοκόμος, ορεωκόμος, ορτυγοκόμος, παρθενοκόμος, πατροκόμος, προβατοκόμος, σμηναιοκόμος, σταφυληκόμος, σταχυηκόμος, συννυμφοκόμος, τριχοκόμος, υγροκόμος, υδροκόμος, φιλομυρτοφαγηκόμος, φυτηκόμος, ωραιοκόμοςνεοελλ.αγελαδοκόμος, αμπελοκόμος, αρχισοκόμος, βουτυροκόμος, βρεφοκόμος, γηροκόμος, δασοκόμος, δενδροκόμος, ζωοκόμος, ιχθυοκόμος, λαχανοκόμος, νηπιοκόμος, ονυχοκόμος, οστρεεοκόμος, ποδοκόμος, τυροκόμος.Παραδείγματα λ. σε -κομείο είναι: νοσοκομείο, ορνιθοκομείο, τυροκομείοαρχ.γεροντοκομείον, γλωσσοκομείον, χοιροκομείοννεοελλ.ανθοκομείο, βρεφοκομείο, γαλακτοκομείο, δαμαλιδοκομείο, δενδροκομείο, λεπροκομείο, μελισσοκομείο, οστρεοκομείο, πτωχοκομείο, τρελοκομείο, τυφλοκομείο, φρενοκομείο, φυτοκομείο.
Dictionary of Greek. 2013.